-
1 καταγμα
-
2 κάταγμα
το перелом (кости) -
3 οις
I.οἰός, эп.-ион. ὄϊς, gen. ὄϊος ὅ и ἥ (dat. οἰΐ, acc. οἶν - эп. ὄῑν; dual.: οἶε, οἰοῖν; pl.: nom. οἶες - эп. ὄϊες, gen. οἰῶν - эп. ὀΐων, dat. οἰσί - эп. ὀΐεσσι, οἴεσσι и ὄεσσι, acc. οἶς - эп. ὄῑς) баран (тж. οἶ. ἄρσην или ἀρνειός Hom.), овца (тж. οἶ. θῆλυς Hom.)τὸ κάταγμα τῆς οἰός Soph. — овечья шерсть
II.III.ὁ и ἥ эп.-ион. = οἶς См. οις -
4 προπετης
21) брошенный прочь, отброшенный (sc. τὸ κάταγμα Soph.)2) наклоненный вперед, наклонный(βάδισις Arst.)
ὅ αὐχέν μέ π., ἀλλ΄ ὀρθός Xen. — (конская) шея не опущенная, а крутая3) склоняющийся (близкий) к концуπ. πολιὰς ἐπὴ χαίτας Eur. — доживший до седых волос;
ζῇ π. Soph. — еще живой4) склонный, влекомыйπροπετέστατος ποιεῖν τι Xen. — горящий желанием сделать что-л.5) стремительный, неудержимый, необузданный(τοῦ σώματος ἡδοναί Aeschin.; γέλως Isocr.; οἱ θρασεῖς Arst.)
6) опрометчивый, необдуманный
См. также в других словарях:
κάταγμα — wool drawn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
κάταγμα — το θλάση, σπάσιμο, τσάκισμα: Έπαθε κάταγμα στη δεξιά κνήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταγμάτων — κάταγμα wool drawn neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγμασι — κάταγμα wool drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγμασιν — κάταγμα wool drawn neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματα — κάταγμα wool drawn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματι — κάταγμα wool drawn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάγματος — κάταγμα wool drawn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγματικός — καταγματικός, ή, όν (Α) [κάταγμα] 1. αυτός που υπόκειται σε κάταγμα, σε σπάσιμο 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάταγμα («καταγματικὴ ἐπίδεσις», Γαλ.) … Dictionary of Greek
καρυηδόν — (AM) επίρρ. 1. σαν καρύδι 2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + ηδόν* (πρβλ. κλιμακ ηδόν, τετραποδ ηδόν)] … Dictionary of Greek